Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(τὰς παραδόσεις

  • 1 κατεχω

         κατέχω
        (aor. κατέσχον и κατέσχεθον - эп. 3 л. sing. κάσχεθε)
        1) держать
        2) удерживать, задерживать
        

    (τινὰ βίῃ ἀέκοντα, τινα ἐνὴ οἴκῳ Hom.; ξίφος ἐν κουλεῷ Pind.; τινὰ πρὸς ἑαυτόν NT.)

        οἱ Ἀθηναῖοι περὴ Κρήτην κατείχοντο Thuc. — афиняне были задержаны у берегов Крита;
        κ. τινὰ μέ ποιεῖν τι NT.уговаривать кого-л. не делать чего-л.

        3) сдерживать, унимать
        

    (ἵππους Aesch.; ὀργήν Soph., Arst., Plut.; δύνασιν Soph.; τὰ δάκρυα Plat.; τὸν γέλωτα Xen.)

        4) подавлять
        τὸ κατέχον NT. — препятствие, помеха

        5) связывать, обязывать, pass. быть связанным
        

    (ὁρκίοισι Hom.; ἐν τῷ νόμῳ NT.)

        6) (тж. κ. νέας Her. или νηΐ Hom.) приставать к берегу, приплывать
        

    (Θορικόνδε HH.; εἰς τὸν αἰγιαλόν Her., NT.; τῆς Ἐρετρικῆς χώρης Her.; ἐς τήνδε γῆν Soph.; χθόνα Eur.; εἰς Δῆλον Plut.)

        7) хранить, блюсти
        8) держать в повиновении, притеснять
        

    (τὸ Ἀττικὸν - sc. ἔθνος - κατεχόμενον ὑπὸ Πεισιστράτου Her.)

        9) угнетать, удручать
        

    (μιν κατὰ γῆρας ἔχει Hom.; κατέχεσθαι νοσήματι NT.)

        τῶν σεισμῶν κατεχόντων τῆς Εὐβοίας Thuc.так как на Эвбее свирепствовали землетрясения

        10) неотступно следовать, преследовать по пятам
        

    (ἰσχυρῶς Xen.)

        11) (sc. ἑαυτόν) останавливаться (для отдыха)
        

    προξένων δ΄ ἔν του κατέσχες ; Eur.и ты остановишься у кого-л. из проксенов?

        12) задерживаться, останавливаться, прекращаться
        13) овладевать, усваивать
        14) завладевать, захватывать, занимать

    (τέν ἀκρόπολιν Her.; τὸ Καδείων πέδον Soph.; τὰς πόλεις φρουρᾷ Xen., Plut.; τέν κληρονομίαν τινός NT.)

    ; med. присваивать себе
        15) владеть, обладать
        

    (τοὺς ἄμφω ζωούς, sc. Κάστορα καὴ Πολυδεύκεα Hom.; τέν χιονώδη Θρῄκην Eur. Περσίδα γῆν Xen.)

        θήκας κ. Aesch. — покоиться в могилах;
        κ. πανδάκρυτον βιοτάν Soph.влачить печальную жизнь

        16) pass. быть одержимым, боговдохновенным
        

    (ἐκ θεῶν Xen.; ποιηταὴ ἔνθεοι καὴ κατεχόμενοι Plat.)

        17) (sc. ἑαυτόν) сдерживаться, воздерживаться
        

    (μόλις Eur.)

        κ. τὸ μέ δακρύειν Plat. — удерживаться от слез;
        εἶπεν μέ κατασχών Plut. — он не мог удержаться, чтобы не сказать

        18) завершаться, оканчиваться
        19) помещаться, занимать

    (μέσον ὀμφαλὸν γᾶς Eur.)

    ; обитать
        

    (Ὀλύμπου αἴγλαν Soph.; Παρνασίαν πέτραν Arph.)

        20) охватывать, закрывать, покрывать
        

    (νὺξ δνοφερέ κατέχ΄ οὐρανόν Hom.; ὃν τόπον κατέχει ἥ θάλασσα Arst.)

        ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν Aesch. — день озарил всю землю;
        κατεσχομένη ἑανῷ Hom. — окутанная покрывалом;
        μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ΄ ἡμᾶς Soph. — великое смятение охватывает нас;
        τοὺς Ἀθηναίους τοιαῦτα κατέχοντα Her.(Крез узнал, что) у афинян положение следующее;
        κατέχοντα πρήγματα Her.существующее положение вещей

        21) наполнять
        

    (τέν ὁδὸν ἅπασαν ὑπὸ πλήθους ἁμαξῶν Plut.; ἀλαλητῷ πᾶν πεδίον Hom.; στρατόπεδον δυσφημίαις Soph.; οἶκος πᾶς κλαυθμῷ κατείχετο Her.)

        22) достигать, совершать
        

    (τέν πρᾶξιν Polyb.)

        εἰ δὲ μέ κατέσχον, οὐδὲν ἧττον τό γ΄ ἐκείνων πεποιῆσθαι Lys. — если же они и не добились своего, тем не менее сделали, что могли

        23) улавливать, схватывать, понимать
        24) держаться, удерживаться
        

    ὅσον ὅ λὁγος κατέχει Thuc. — как утверждает молва;

        ἐπεὴ κατέσχεν ὅ πόλεμος Plut.когда началась война (ср. 12)

    Древнегреческо-русский словарь > κατεχω

См. также в других словарях:

  • Greek language question — The Greek language question ( el. γλωσσικό ζήτημα, short: το γλωσσικό) was a dispute discussing the question whether the language of the Greek people (Dimotiki) or an archaic imitation of Ancient Greek (Katharevousa) should be the official… …   Wikipedia

  • Cuestión lingüística griega — La cuestón lingüística griega o debate lingüístico griego (en griego γλωσσικό ζήτημα, glosikó zítima o simplemente γλωσσικό, glosikó) fue una disputa que discutía si la lengua oficial de Grecia debía de ser la lengua popular (griego demótico o… …   Wikipedia Español

  • Μέγας, Γεώργιος — (Μεσημβρία Ανατολικής Ρωμυλίας 1893 – 1976). Λαογράφος, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στα πανεπιστήμια της Λειψίας και του Βερολίνου. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε… …   Dictionary of Greek

  • παράδοση — η / παράδοσις, όσεως, ΝΜΑ [παραδίδω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραδίδω, η απόδοση (α. «έγινε η παράδοση τού εμπορεύματος» β. «η παράδοση τού ταμείου» γ. «ἡ παράδοσις τῶν χρημάτων», Αριστοτ.) 2. η παραχώρηση, η μεταβίβαση τής εξουσίας… …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»